ἀστρονομῶν

ἀστρονομῶν
ἀστρονομέω
study astronomy
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀστρονόμων — ἀστρονόμος astronomer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • Κοπέρνικος — I (Nicolaus Copernicus, Τορν, Μπίντγκοστς 1473 – Φρόμποργκ ή Φράουενμπουργκ 1543). Εκλατινισμένος τύπος του ονόματος του Πολωνού μαθηματικού, αστρονόμου και κοσμολόγου Νικολάι Κόπερνικ (Kopernik). Ο πατέρας του, εύπορος αστός της Κρακοβίας, είχε… …   Dictionary of Greek

  • αστερισμός — Αστέρες που ανήκουν σε μία από τις πολλές περιοχές του ουρανού, με βάση την παλαιά υποδιαίρεσή τους σε ομάδες (τους α.), την οποία έκαναν οι αρχαίοι αστρονόμοι για την αναγνώριση και την ταξινόμησή τους. Η παλιά εμπειρική υποδιαίρεση δεν ήταν… …   Dictionary of Greek

  • επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… …   Dictionary of Greek

  • Αλβιτράγιος — (646 – 705 μ.Χ.). Άραβας αστρονόμος που έζησε στο Μαρόκο. Ήταν ένας από τους βασικούς αντιπάλους των αστρονόμων που υποστήριζαν το γνωστό στην ιστορία ως πτολεμαϊκό σύστημα σχετικά με τη θέση και τις κινήσεις των πλανητών στον ουρανό. Έτσι,… …   Dictionary of Greek

  • Απολλώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κρόνος (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρηναία, δάσκαλος του φιλοσόφου Διόδωρου. 2. Α. ο Ρόδιος (Αλεξάνδρεια 295; – Ρόδος 215; π.Χ.). Ο επιφανέστερος επικός ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου. Παιδαγωγός… …   Dictionary of Greek

  • Κασινί — (Cassini). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων αστρονόμων ιταλικής καταγωγής. 1. Ζακ (Jacques, Παρίσι 1677 – 1756). Διετέλεσε διευθυντής του αστεροσκοπείου του Παρισιού, μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών της Γαλλίας και μέλος της Βασιλικής Εταιρείας του… …   Dictionary of Greek

  • Πίκερινγκ — (Pickering). Επώνυμο 2 αδελφών Αμερικανών αστρονόμων. 1. Γουίλιαμ Χένρι (Βοστώνη 1858 – Μάντεβολ, Τζαμάικα 1938). Συνεργάστηκε αρχικά με τον αδελφό του Έντουαρντ Τσαρλς Π. Ασχολήθηκε με τις εγκαταστάσεις του Φλάγκσταφ στην Αριζόνα. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Πτολεμαίος, Κλαύδιος — (Αλεξάνδρεια, 138 – 180). Έλληνας αστρονόμος, μαθηματικός, γεωγράφος της αλεξανδρινής εποχής, ένας από τους μεγαλύτερους της αρχαιότητας. Με τις μελέτες και τα συγγράμματά του, ο Π. συστηματοποίησε την ελληνική αστρονομία και προσέφερε τόσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”